προσωμίδα

προσωμίδα
η, Ν. η κάτω κοίλη τομή τού κοντακίου τουφεκίου ή οπλοπολυβόλου, η οποία στηρίζεται στο πρόσθιο μέρος τού ώμου τού σκοπευτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ώμος + επίθημα -ίδα (πρβλ. επιγονατ-ίδα). Η λ., στον λόγιο τ. προσωμίς, μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμὸ Ἀσκήσεων Πεζικοῦ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”